- ρετσινιά
- η1) прилипшая смола; 2) перен. клевета;
κολλάω ρετσινιά σε κάποιον — оклеветать кого-л., приклеить кому-л. ярлык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολλάω ρετσινιά σε κάποιον — оклеветать кого-л., приклеить кому-л. ярлык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρετσινιά — η, Ν [ρετσίνι] 1. (παλαιότερα) δερμάτινο έμπλαστρο αλειμμένο με ρητίνη που δεν ξεκολλούσε εύκολα 2. κηλίδα, λεκές από ρετσίνι 3. δυσφήμιση, συκοφαντία από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί κανείς εύκολα («τού κόλλησαν τη ρετσινιά τού ψεύτη») … Dictionary of Greek
ρετσινιά — η κηλίδα από ρετσίνι· μτφ., δυσφήμιση, συκοφαντία: Του κόλλησαν τη ρετσινιά πως στην Κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρετσίνωτος — η, ο 1. (για κρασί) αυτό που δεν περιέχει ρετσίνι 2. εκείνος που δεν του έχουν κολλήσει ρετσινιά, που δεν τον έχουν κατηγορήσει άδικα για κάτι … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
ταμπέλα — η, Ν 1. πινακίδα 2. φρ. «τού κόλλησαν την ταμπέλα» τόν χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, τού κόλλησαν τη ρετσινιά, τόν συκοφάντησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabella] … Dictionary of Greek
αρετσίνωτος — η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν έβαλαν ρετσίνι: Ήταν κρασί αρετσίνωτο. 2. αυτός που δε στιγματίστηκε άδικα, αυτός που δεν του κόλλησαν ρετσινιά: Ήταν απ τους λίγους στο χωριό που είχαν μείνει αρετσίνωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)